- εύπνους
- -ουν (ΑΜ εὔπνους, -ουν, Α και ἐϋπνοος, -οον)1. αυτός που αναπνέει καλά, φυσιολογικάαρχ.1. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα2. (για οικήματα, δέντρα ή τόπους) αυτός που αερίζεται άφθονα, που είναι εκτεθειμένος στον αέρα3. (για τον αέρα) δροσερός, καθαρός4. αυτός που απαλλάσσει από την δύσπνοια, που επιφέρει διαπνοή, π.χ. ένα φάρμακο, το λουτρό κ.λπ.5. αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή, ο ευώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πνους (< πνόος)].
Dictionary of Greek. 2013.