εύπνους

εύπνους
-ουν (ΑΜ εὔπνους, -ουν, Α και ἐϋπνοος, -οον)
1. αυτός που αναπνέει καλά, φυσιολογικά
αρχ.
1. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα
2. (για οικήματα, δέντρα ή τόπους) αυτός που αερίζεται άφθονα, που είναι εκτεθειμένος στον αέρα
3. (για τον αέρα) δροσερός, καθαρός
4. αυτός που απαλλάσσει από την δύσπνοια, που επιφέρει διαπνοή, π.χ. ένα φάρμακο, το λουτρό κ.λπ.
5. αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή, ο ευώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πνους (< πνόος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὔπνους — breathing well masc/fem nom pl εὔπνους breathing well masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπνουν — εὔπνους breathing well masc/fem acc sg εὔπνους breathing well neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύπνοον — εὔπνους breathing well masc/fem acc sg (epic) εὔπνους breathing well neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπνοις — εὔπνους breathing well masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπνου — εὔπνους breathing well masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπνων — εὔπνους breathing well masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύπνοα — εὔπνους breathing well neut nom/voc/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπνοον — εὔπνοος breathing well masc/fem acc sg εὔπνοος breathing well neut nom/voc/acc sg εὔπνους breathing well masc/fem acc sg εὔπνους breathing well neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπνοώ — εὐπνοῶ, έω (Α) [εύπνους] πνέω καλά ή εύκολα …   Dictionary of Greek

  • εύπνοια — η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη) 1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή 2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων 3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοή νεοελλ. μσν. ευάρεστη οσμή, ευωδία αρχ. 1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους 2. ευκολία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”